- ευθαρσής
- -ές (ΑΜ εὐθαρσής, -ές)1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέοςαρχ.1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία πρέπει να φοβάται κάποιος και εκείνα για τα οποία πρέπει να είναι θαρραλέος, Ίππαρχ.).επίρρ...ευθαρσώς (ΑΜ εὐθαρσῶς)με θάρρος, με τόλμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαρσης (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ-θαρσής, λυκο-θαρσής].
Dictionary of Greek. 2013.